αεροφανής

αεροφανής
ἀεροφανής, -ές (Μ)
διάφανος, λεπτός, όπως ο αέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέρας + -φανης < ἐφάνην, παθ. αόρ. β' του φαίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”